συνεγγίζω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]].
|btext=s’approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> βρίσκομαι ή [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεγγίζω]], [[φθάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγίζω]] «[[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:17, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγίζω Medium diacritics: συνεγγίζω Low diacritics: συνεγγίζω Capitals: ΣΥΝΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: synengízō Transliteration B: synengizō Transliteration C: syneggizo Beta Code: suneggi/zw

English (LSJ)

   A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.

German (Pape)

[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

s’approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.

Greek Monolingual

Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].

Greek Monotonic

συνεγγίζω: μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.).