ἄργιλλα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄργιλλα:''' ή ἄργῑλα, ἡ, [[υπόγειο]] [[οίκημα]], υπόγεια [[κατοικία]], Έφορ. [[παρά]] Στράβ.
|lsmtext='''ἄργιλλα:''' ή ἄργῑλα, ἡ, [[υπόγειο]] [[οίκημα]], υπόγεια [[κατοικία]], Έφορ. [[παρά]] Στράβ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: [[ἄργελλα]]
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργιλλα Medium diacritics: ἄργιλλα Low diacritics: άργιλλα Capitals: ΑΡΓΙΛΛΑ
Transliteration A: árgilla Transliteration B: argilla Transliteration C: argilla Beta Code: a)/rgilla

English (LSJ)

or ἄργῑλα, ἡ,

   A underground dwelling, so called in Magna Graecia, Ephor.45, Eust.ad D.P.1166; cf. ἄργελλα.    II = ἄργιλλος, Gal.12.438, 19.90.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ. eine unterirdische Wohnung, im Dialect Groß-Griechenlands, Euphor. bei Strab. 5, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
demeure souterraine.
Étymologie: mot de Grande-Grèce.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): ἄργιλα Gal.12.438, Eust.in D.P.1166
1 vivienda subterránea en Magna Grecia, Ephor.134a, Eust.l.c., 1671.36.
2 arcilla Gal.l.c., Cic.Pis.59, Vitr.5.10.2, Plin.HN 17.27, Colum.3.11.9.

• Etimología: Prob. de la raíz de 1 ἀργός, q.u.; lat. argilla es prést. del gr.

Greek Monolingual

ἄργιλλα, η (Α)
1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα
2. η άργιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

ἄργιλλα: ή ἄργῑλα, ἡ, υπόγειο οίκημα, υπόγεια κατοικία, Έφορ. παρά Στράβ.

Frisk Etymological English

See also: ἄργελλα