3,274,313
edits
(26) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύλλον]], τὸ (Α)<br />[[χείλος]] («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μύλλον]], [[μυλλός]] (I), [[μυλλαίνω]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο [[μουρμούρισμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>κ</i>-<i>ῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]», [[μύζω]] Ι) με [[επίθημα]] -<i>λος</i> και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>, γερμ. <i>Μaul</i> «[[ρύγχος]], [[στόμα]] ζώου» και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>- «[[ρίζα]]» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. [[μύλλον]] εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: <i>Μύλλος</i>, <i>Μυλλίων</i>, <i>Μυλλέας</i>, <i>Μυλλίς</i> ([[εκτός]] κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το [[ψάρι]] [[μύλλος]])]. | |mltxt=[[μύλλον]], τὸ (Α)<br />[[χείλος]] («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μύλλον]], [[μυλλός]] (I), [[μυλλαίνω]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο [[μουρμούρισμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>κ</i>-<i>ῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]», [[μύζω]] Ι) με [[επίθημα]] -<i>λος</i> και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- του επιθήματος. Οι τ. συνδέονται με: αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>, γερμ. <i>Μaul</i> «[[ρύγχος]], [[στόμα]] ζώου» και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>la</i>- «[[ρίζα]]» (από την οποία τρέφονται τα φυτά). Η λ. [[μύλλον]] εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια: <i>Μύλλος</i>, <i>Μυλλίων</i>, <i>Μυλλέας</i>, <i>Μυλλίς</i> ([[εκτός]] κι αν ορισμένα από αυτά συνδέονται με το [[ψάρι]] [[μύλλος]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[lip]] (Poll. 2, 90; pl.).<br />Derivatives: <b class="b3">μυλλ-αίνω</b>, <b class="b3">-ίζω</b> (Phot., Suid.; Debrunner IF 21, 58 f.), <b class="b3">μυλλάω</b> in <b class="b3">μεμύλληκε διέστραπται</b>, <b class="b3">συνέστραπται</b> H. <b class="b2">distort the mouth, make mouths</b>. Also with intensive reduplication <b class="b3">μοιμύλλειν θηλάζειν</b>, <b class="b3">ἐσθίειν</b>. <b class="b3">καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις</b> H. (Hippon., Com. Adesp.; cf. <b class="b3">μοιμυάω</b> s. <b class="b3">μύω</b>). Adj., prob. a backformation, <b class="b3">μυλλός</b> (cod. <b class="b3">-ύ-</b>) = <b class="b3">καμπύλος</b>, <b class="b3">σκολιός</b>, <b class="b3">κυλλός</b>, <b class="b3">στρεβλός</b> H., also Eust. 906, 54 (= <b class="b2">squint-eyed</b>).<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]X [probably]<br />Etymology: Like <b class="b3">μῦθος</b>(?), <b class="b3">μυκάομαι</b> from sound-imitating <b class="b3">μῦ</b> with expressive gemination of the <b class="b3">λ-</b>suffix (cf. Chantraine Form. 238 f.)? Beside it with single consonant Germ., e.g. OHG [[mūla]] f., MHG [[mūl]] n. [[Maul]], (and also Skt. <b class="b2">mū́la-</b> n. [[root]]? as drinking organ of plants; Wackernagel BerlAkSb. 1918, 410f. a. KZ 59, 28 = Kl. Schriften 1, 329f. a. 348; but DELG notes that for Mayrhofer KEWA a Dravidian origin is not impossible). -- Further cf. [[μύω]].<br />See also: Weiteres s. [[μύω]]. | |||
}} | }} |