κτίσμα: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτίσμα''': τό, ([[κτίζω]]) [[τόπος]] κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, [[ἀποικία]], Κνιδίων [[κτίσμα]] Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. | |lstext='''κτίσμα''': τό, ([[κτίζω]]) [[τόπος]] κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, [[ἀποικία]], Κνιδίων [[κτίσμα]] Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59· Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = [[κτίσις]] ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = [[κτίσις]] Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.). 2 = κτίσις 11, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18. II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59· Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.
English (Strong)
from κτίζω; an original formation (concretely), i.e. product (created thing): creature.
English (Thayer)
κτισματος, τό (κτίζω); thing founded; created thing; (Vulg. creatura) (A. V. creature): κτίσμα Θεοῦ, transformed by divine power to a moral newness of soul, spoken of true Christians as created anew by regeneration (others take it here unrestrictedly), ἀπαρχή, metaphorically, a.; also κτίζω under the end, κτίσις, 2a.); τά ἐν ἀρχή κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, Dionysius Halicarnassus))
Greek Monolingual
το (AM κτίσμα) κτίζω
1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα της αρχαίας εποχής»)
2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ)
μσν.
κτίσιμο
μσν.-αρχ.
ίδρυση, θεμελίωση
αρχ.
1. τόπος κτισμένος ή αποικισμένος, αποικία
2. ναός.
Greek Monotonic
κτίσμα: τό (κτίζω), οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίσμα -τος, τό [κτίζω] christ. schepsel, het geschapene..
Russian (Dvoretsky)
κτίσμα: ατος τό NT = κτίσις 3.