ίκταρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴκταρ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με ένα [[χτύπημα]], ταυτόχρονα («κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἥμενοι Διὸς [[ἴκταρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> «τὸ [[ἴκταρ]]» — το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε [[επίρρημα]] και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ī</i><i>c</i><i>ō</i> «[[κτυπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἴκταρ]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴκταρ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με ένα [[χτύπημα]], ταυτόχρονα («κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἥμενοι Διὸς [[ἴκταρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> «τὸ [[ἴκταρ]]» — το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε [[επίρρημα]] και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ī</i><i>c</i><i>ō</i> «[[κτυπώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴκταρ]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 12:43, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἴκταρ (Α)
επίρρ.
1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.)
2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.)
3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» — το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. īcō «κτυπώ»].
(II)
ἴκταρ, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].