αυονή: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αὐονή]], η (Α)<br />[[ξηρασία]], [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ονή</i>, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. [[ηδονή]], [[καλλονή]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[αὐονή]], η (Α)<br />[[ξηρασία]], [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ονή</i>, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. [[ηδονή]], [[καλλονή]].<br /><b>(II)</b><br />ἀυονή, η (Α)<br />[[κραυγή]], [[ξεφωνητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του Σιμωνίδη, που [[είτε]] αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του <i>αύω</i> (II), [[είτε]], κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα [[αύος]], [[αυαίνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
αὐονή, η (Α)
ξηρασία, στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + -ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή.
(II)
ἀυονή, η (Α)
κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αύω (II), είτε, κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα αύος, αυαίνω].