κισσώδης: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(20) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κίσσα]] (II)]<br />([[ιδίως]] για έγκυο [[γυναίκα]]) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κίσσα]] (II)]<br />([[ιδίως]] για έγκυο [[γυναίκα]]) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.<br /><b>(II)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κισσός]]<br />πλεγμένος με κισσό, [[κισσόπλεκτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 8 January 2019
English (LSJ)
ες, (
A κίσσα 11) longing like pregnant women, Dsc.5.6.14.
German (Pape)
[Seite 1443] ες, = κισσοειδής, epheuartig. – Von κίσσα, mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κισσώδης: -ες, (εἶδος, κίσσα ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
Greek Monolingual
(I)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κίσσα (II)]
(ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.
(II)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κισσός
πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος.