διεκθέω: Difference between revisions

1a
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διεκθέω:''' мчаться напролом, прорываться (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; [[ἄχρι]] τῆς γῆς διεκθέων [[κεραυνός]] Arst.).
|elrutext='''διεκθέω:''' мчаться напролом, прорываться (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; [[ἄχρι]] τῆς γῆς διεκθέων [[κεραυνός]] Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[through]], Plut.
}}
}}