παράδοξος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(3b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παράδοξος:''' <b class="num">1)</b> противоречащий установившемуся мнению, необычный, невероятный, странный ([[λόγος]] Plat.; π. καὶ [[θαυμαστός]] Men.): τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. искать славы в необычном;<br /><b class="num">2)</b> замечательный, необыкновенный (ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις Polyb.).
|elrutext='''παράδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> противоречащий установившемуся мнению, необычный, невероятный, странный ([[λόγος]] Plat.; π. καὶ [[θαυμαστός]] Men.): τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. искать славы в необычном;<br /><b class="num">2)</b> замечательный, необыкновенный (ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράδοξος Medium diacritics: παράδοξος Low diacritics: παράδοξος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ
Transliteration A: parádoxos Transliteration B: paradoxos Transliteration C: paradoksos Beta Code: para/docos

English (LSJ)

ον,

   A contrary to expectation, incredible, π. λόγος a paradox, Pl.R.472a; π. τε καὶ ψεῦδος Id.Plt.281a; παράδοξα λέγειν X.Cyr.7.2.16; ἂν παράδοξον εἴπω D.3.10; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου contrary to all expectation, Id.25.32, cf. Phld.Vit.p.23 J.; πολλὰ ποικίλλει χρόνος π. καὶ θαυμαστά Men.593; π. μοι τὸ πρᾶγμα Thphr.Char.1.6; τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρώμενος Plu.Pomp.14; παράδοξα Stoical paradoxes, Id.2.1060b sq.: Comp., Phld.Mus.p.72 K., Plot.4.9.2: Sup., LXX Wi.16.17. Adv. -ξως Aeschin.2.40, Plb.1.21.11, Dsc.4.83: Sup. -ότατα D.C.67.11; -οτάτως Gal.7.876.    II παράδοξος, title of distinguished athletes, musicians, and artists of all kinds, the Admirable, IG3.1442, 14.916, Arr.Epict.2.18.22, IGRom.4.468 (Pergam., iii A. D.), PHamb.21.3 (iv A. D.), Rev.Ét.Gr.42.434 (Delph.), etc.

German (Pape)

[Seite 477] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; λόγος, Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παράδοξος: -ον, ὁ παρὰ τὴν κοινὴν δόξαν, τὴν κοινῶς παραδεδεγμένην δοξασίαν, παράδοξος, «ἀπίστευτος» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοξος, λόγος π. Πλάτ. Πολ. 472Α· π. τε καὶ ψεῦδος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281Α· παράδοξα λέγειν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἂν παράδοξον εἴπω Δημ. 31. 9· ἐκ τοῦ παραδόξου, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ὁ αὐτ. 780. 4· πολλὰ ποικίλλει χρόνος π. καὶ θαυμαστὰ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42· τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρᾶσθαι Πλουτ. Πομπ. 14· - παράδοξα. Στωϊκὰ παράδοξα, ὁ αὐτ. 2. 1060Β κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ξως, Αἰσχίν. 33. 23. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπιφανεῖς καὶ π. πράξεις Πολύβ. 1. 36. 3. 2) παράδοξος ἐπεκαλεῖτο ὁ νικῶν ἔν τε τῇ πάλη, καὶ τῷ παγκρατίῳ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, ὁ θαυμάσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 249. 632, 1363-4, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 22· πρβλ. παραδοξονίκης· - μεταφορ., ἐπὶ τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contraire à l’attente ou à l’opinion commune, extraordinaire ; en mauv. part étrange, bizarre, paradoxal ; τὰ παράδοξα PLUT opinions paradoxales ou principes étranges des Stoïciens.
Étymologie: παρά, δόξα.

English (Strong)

from παρά and δόξα (in the sense of seeming); contrary to expectation, i.e. extraordinary ("paradox"): strange.

English (Thayer)

παράδοξον (παρά contrary to (see παρά, IV:2), and δόξα opinion; hence, equivalent to ὁ παρά τήν δόξαν ὤν), unexpected, uncommon, incredible, wonderful: neuter plural A. V. strange things, cf. Trench, § 91at the end). (Xenophon, Plato, Polybius, Aelian v. h. 4,25; Lucian, dial. deor. 20,7; 9,2; Josephus, contra Apion 1,10, 2; Herodian, 1,1, 5 (4Bekker)).)

Greek Monolingual

-η, -ο / παράδοξος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα άλλα σημεία τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. παράδοξος σφυγμός (βραδυσφυγμία επί υψηλού πυρετού)
2. το ουδ. ως ουσ. το παράδοξο
αυτό που προκαλεί έκπληξη, θαύμα, μυστήριο
3. φυσ. κάθε φυσικό φαινόμενο το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες της κοινής λογικής, επειδή δίνει την εντύπωση ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα»
α) φρ. «παράδοξος ύπνος» ιατρ.
η περίοδος του ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα τών νευρώνων του φλοιού του εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και μεγάλη ατονία τών σκελετικών μυών του κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνου
β) «τα παράδοξα του Ζήνωνος» — σοφίσματα του Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει κίνηση, ότι η κίνηση είναι απόρροια απάτης τών αισθήσεων
αρχ.
1. αξιοθαύματος, εξαίσιος, υπέροχος («ἐπιφανεῑς καὶ παράδοξοι πράξεις», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά παράδοξα
(ενν. αναγνώσματα) είδος συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. παραδόξως ΝΜΑ
απροσδόκητα, παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»)].

Greek Monotonic

παράδοξος: -ον (δόξα), αντίθετος στη λογική, απίστευτος, παράδοξος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἐκ τοῦ παραδόξου, πέρα από κάθε προσδοκία, σε Δημ.· επίρρ. -ξως, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράδοξος -ον [παρά, δόξα] tegen de verwachting in, verrassend, wonderlijk:; παράδοξος λόγος paradox Plat. Resp. 472a; ἂν παράδοξον εἴπω τι als ik iets verrassends zeg Dem. 3.10; τὸ παραδοξότατον het meest wonderlijke van alles Luc. 39.6; εἴδομεν παράδοξα wij hebben ongelooflijke dingen gezien NT Luc. 5.26; adv. παραδόξως op wonderbaarlijke wijze.

Russian (Dvoretsky)

παράδοξος:
1) противоречащий установившемуся мнению, необычный, невероятный, странный (λόγος Plat.; π. καὶ θαυμαστός Men.): τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. искать славы в необычном;
2) замечательный, необыкновенный (ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις Polyb.).