ἀκαχμένος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: pf. ptc.<br />Meaning: [[sharpened]] (Il.)<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ</b> [[sharp]]<br />Etymology: Reduplicated formation; from <b class="b3">*ἀκ-ακ-σ-μένος</b>? to <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]]. (S. Bechtel Lex.). Impossible (to <b class="b3">ἔγχος</b>) Schwyzer Glotta 12, 10ff. | |etymtx=Grammatical information: pf. ptc.<br />Meaning: [[sharpened]] (Il.)<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ</b> [[sharp]]<br />Etymology: Reduplicated formation; from <b class="b3">*ἀκ-ακ-σ-μένος</b>? to <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]]. (S. Bechtel Lex.). Impossible (to <b class="b3">ἔγχος</b>) Schwyzer Glotta 12, 10ff. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />a [[part]]. (as if from a Verb *ἄκω, v. ἀκή Ι), [[sharpened]], of axes and swords, Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, Epic part. (cf. ἀκή A),
A sharp-edged, ἀ. ὀξέϊ χαλκῷ Il.15.482, Od.1.99, al.; πέλεκυν . . ἀμφοτέρωθεν ἀ. 5.235; φάσγανον 22.80. II armed, c. dat., γένος σκυλάκων κυνόδουσιν ἀ. Opp.C. 1.476, cf. 3.252.
German (Pape)
[Seite 70] η, ον (ἀκή), gespitzt; Hom. ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ Versende Iliad. 10, 135. 14, 12. 15, 482 Od. 1, 99. 15, 551. 20, 127; τῇ δ' ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον, οὐδὲ μεθίει Iliad. 21, 72; ἀκαχμένα δούρατ' ἔχοντες Versende Iliad. 12, 444. 17, 412; φάσγανον ὀξὺ χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 22, 80, πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν, χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον Od. 5, 235;– Nonn. D. 17, 232; θύρσος 14, 217.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαχμένος: -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), ὀξύς, ὀξεῖαν ἔχων ἀκμήν, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... ἀμφοτέρωθεν ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· φάσγανον, Χ. 80.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
aiguisé.
Étymologie: p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
English (Autenrieth)
(root ακ): sharpened, pointed; ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ ‘tipped with sharp point of bronze,’ πελεκὺς ἀμφοτέρωθεν ἀκ., ‘doubleedged’ axe, Od. 5.235.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-] part.
1 afilado ἀκαχμένα δούρατα Il.12.444, cf. 17.412, ἔγχος Il.21.72, φάσγανον ... ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον puñal de doble filo, Od.22.80, πέλεκυν ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον hacha de doble filo, Od.5.235, χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένον Nonn.D.14.217
•c. dat. indicando el material ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ Il.10.135, cf. 14.12, 15.482, Od.1.99, 15.551, Hes.Sc.135.
2 armado c. dat. γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένον Opp.C.1.476, φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσι Opp.C.3.252.
Greek Monolingual
ἀκαχμένος, -η, -ον (Α)
1. ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)
2. ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια
Οππ. Κυν. 1.476).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως μετοχικός τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται πιθανώς από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. ἀκ-ακ-σ-μένος (με δάσυνση του κ σε χ για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο οποίος συνδέεται με τη ρίζα ακ- «αιχμηρός κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. ἔγχος, αν το -αχ- της λ. ἀκ-αχ-μένος θεωρηθεί ασθενής βαθμίδα της ρίζας ἐγχ- που απαντά στο ουσ. ἔγχος. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν είναι πολύ πειστικές. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκαχμένος: -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από ρήμα *ἄκω, βλ. ἀκή I), ακονισμένος, τροχισμένος, αιχμηρός, λέγεται για πέλεκεις και ξίφη, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαχμένος: (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый (ἔγχος, δούρατα, φάσγανον Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: pf. ptc.
Meaning: sharpened (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ sharp
Etymology: Reduplicated formation; from *ἀκ-ακ-σ-μένος? to ἀκ- sharp. (S. Bechtel Lex.). Impossible (to ἔγχος) Schwyzer Glotta 12, 10ff.
Middle Liddell
a part. (as if from a Verb *ἄκω, v. ἀκή Ι), sharpened, of axes and swords, Hom.