τάξος: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάξος:''' ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. [[taxus]].
|lsmtext='''τάξος:''' ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. [[taxus]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[τάξος]], ὁ,<br />the yew-[[tree]], Lat. [[taxus]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάξος Medium diacritics: τάξος Low diacritics: τάξος Capitals: ΤΑΞΟΣ
Transliteration A: táxos Transliteration B: taxos Transliteration C: taksos Beta Code: ta/cos

English (LSJ)

ἡ,

   A yew, Taxus baccata, Sabin. ap. Orib.9.16.3, Gal.12.127 (cited as a Latin word by Dsc.4.79).

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, der Taxus- od. Eibenbaum, gew. σμῖλαξ, taxus, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

τάξος: ὁ, ἡ σμῖλαξ, Λατ. taxus, Γαλην. -Καθ’ Ἡσύχ: «τάξος· δένδρον τι ὀρεινόν».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
if, arbre.
Étymologie: cf. lat. taxus.

Greek Monolingual

ο / τάξος, ἡ, ΝΑ, και τάξος, η, Ν
γένος γυμνόσπερμων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ταξίδες και περιλαμβάνει 8 περίπου είδη δένδρων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxus «ήμερο έλατο»].

Greek Monotonic

τάξος: ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. taxus.

Middle Liddell

!τάξος, ὁ,
the yew-tree, Lat. taxus.