πρωτόβολος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(nl)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.
|elnltext=πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρωτό-βολος, ον, [[βάλλω]]<br />[[first]] struck, Eur.
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.

Middle Liddell

πρωτό-βολος, ον, βάλλω
first struck, Eur.