Σκίρτος: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ. | |lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Σκίρτος]], ὁ, [[σκιρτάω]]<br />leaper, [[name]] of a [[Satyr]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn.D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.
Greek (Liddell-Scott)
Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].
Greek Monotonic
Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.