θηλύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηλύγλωσσος:''' с женственной речью, нежноголосый (sc. [[γυνή]] Anth.). | |elrutext='''θηλύγλωσσος:''' с женственной речью, нежноголосый (sc. [[γυνή]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηλύ-γλωσσος, ον<br />with [[woman]]'s [[tongue]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).
Greek (Liddell-Scott)
θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].
Greek Monotonic
θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηλύγλωσσος: с женственной речью, нежноголосый (sc. γυνή Anth.).