ἀπειροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειροσύνη:''' ἡ, = [[ἀπειρία]], [[έλλειψη]] εμπειρίας, [[απειρία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπειροσύνη:''' ἡ, = [[ἀπειρία]], [[έλλειψη]] εμπειρίας, [[απειρία]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἀπερία]<br />[[inexperience]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειροσύνη Medium diacritics: ἀπειροσύνη Low diacritics: απειροσύνη Capitals: ΑΠΕΙΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: apeirosýnē Transliteration B: apeirosynē Transliteration C: apeirosyni Beta Code: a)peirosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπειρία (A), E.Hipp.196, Med.1094, Cleanth.1.33.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, Unerfahrenheit, Unkunde, Eur. Hipp. 193 Med. 1093 Cleanth. h. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, Εὐρ. Ἱππ. 196, Μήδ. 1094.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
inexperiencia, desconocimiento, ἄλλου βιότου E.Hipp.195, cf. Med.1094, Cleanth.Fr.Poet.1.33.

Greek Monolingual

ἀπειροσύνη, η (Α)
απειρία, άγνοια.

Greek Monotonic

ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, έλλειψη εμπειρίας, απειρία, σε Ευρ.

Middle Liddell

= ἀπερία]
inexperience, Eur.