συγκτίστης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
|elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκτίστης]], ου, ὁ, [from [[συγκτίζω]]<br />a [[joint]]-[[founder]] or [[coloniser]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκτίστης Medium diacritics: συγκτίστης Low diacritics: συγκτίστης Capitals: ΣΥΓΚΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: synktístēs Transliteration B: synktistēs Transliteration C: sygktistis Beta Code: sugkti/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).

German (Pape)

[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).

Middle Liddell

συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.