συγκτίστης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie). | |elnltext=συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συγκτίστης]], ου, ὁ, [from [[συγκτίζω]]<br />a [[joint]]-[[founder]] or [[coloniser]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
Greek (Liddell-Scott)
συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
Middle Liddell
συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.