νηυσιπέρητος: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νηυσιπέρητος:''' ион. = [[ναυσιπέρατος]]. | |elrutext='''νηυσιπέρητος:''' ион. = [[ναυσιπέρατος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νηυσιπέρητος]], ον, [v. [[ναυσιπέρατος]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A v. ναυσιπέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυσιπέρατος.
Greek Monolingual
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.
Greek Monotonic
νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.
Russian (Dvoretsky)
νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.
Middle Liddell
νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]