παρεμβολή: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρεμβολή -ῆς, ἡ [παρεμβάλλω] kazerne. | |elnltext=παρεμβολή -ῆς, ἡ [παρεμβάλλω] kazerne. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρεμβολή]], ἡ, [[παρεμβάλλω]]<br /><b class="num">I.</b> [[insertion]], [[interpolation]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> an [[encampment]], [[fortress]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A insertion, interpolation, ἑτέρων πραγμάτων Aeschin.3.205, cf. 1.166 (pl.), Phld.Rh.1.261 S. 2 Gramm., parenthesis, Alex.Fig.25, Tib.Fig.48. II drawing up in battle-order, Plb.11.32.6 ; in Tactics, insertion of men in the ranks (dist. fr. παρένταξις and παρεμπλοκή), Ascl. Tact.6.1, 10.17. b company of soldiers, etc., LXX Ge.32.2(3) ; host, ib.33.8(pl.), Ezek.Exag.81. 2 encampment, Diph.57, Theophil.9, Crito Com.1, LXXEx.14.19, al., Plb.3.74.5, al., Plu. Galb.27 : generally, soldiers' quarters, Plb.6.29.1 ; barracks, Act.Ap.21.34, cf. Ostr.901, al. (ii A. D.) ; name of an ἄμφοδον, POxy.2131.8(iii A. D.). III = παρεξειρεσία (q. v.), Plb.21.7.4 (sed leg. παραβολαί). IV in boxing and wrestling, π. βάλλειν trip an adversary by a twist of the leg, Luc. Ocyp.60, cf. Plu.2.638f (pl.).
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, das daneben, dazwischen Einschieben, λόγων, Aesch. 1, 166 u. öfter, u. Sp. Bei Pol. sowohl Einordnen, Einstellen in das Heer, bes. zur Schlachtordnung, 11, 31, 6, wie das aufgestellte Heer selbst, Ael. V. H. 13, 46; auch das Aufschlagen eines Lagers u. das Lager selbst, Pol. 6, 28, 1. 10, 35, 7 u. öfter; vgl. Poll. 9, 15; Plut. Caes. 45 u. N. T. Act. 21, 34. – Auch wie παρεξειρεσία, der niedrigste Rand des Schiffes am Vorder- u. Hintertheil. – Ein Fechterausdruck, das Unterschlagen des Beines, Plut. Symp. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμβολή: ἡ, τὸ παρεμβάλλειν, παρεινείρειν, ἑτέρων πραγμάτων Αἰσχίν. 83. 21, πρβλ. 23. 41, Λοβ. εἰς Φρύν. 377· παρὰ γραμμ., παρένθεσις, Ρήτορες (Wa’z) 8. 483, 576. ΙΙ. ἡ ὡς εἰς μάχην παράταξις, Πολύβ. 11. 32, 6· ὡσαύτως, σῶμα στρατιωτικὸν παρατεταγμένον ὡς εἰς μάχην, ὁ αὐτ. 6. 28, 1. κτλ. 2) στρατοπέδευσις, στρατόπεδον, Θεοφιλ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 2, Κρίτων ἐν «Αἰτωλοῖς»1, Πολύβ, κτλ.· καθόλου, στρατιωτῶν κατάλυμα, στρατών, ὡς ὁ πύργος Ἀντωνία ἐν Ἱερουσαλήμ, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 34. ΙΙΙ. = παρεξειρεσία, (ὃ ἴδε), Πολύβ. 21. 5, 4, εἰμὴ ἀναγνωστέον παραβολαί. ΙV. φράσις πυκτευτικὴ καὶ παλαιστική, π. βάλλειν, τὸ ἀνατρέπειν τὸν ἀντίπαλον διὰ παρεμβολῆς καὶ συστροφῆς τοῦ ποδός, «ποδουκλιά», Πλούτ. 2. 638F.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de jeter au milieu de, d’où
1 insertion, intercalation;
2 sorte de croc-en-jambe ou attaque de l’adversaire par le flanc.
Étymologie: παρεμβάλλω.
English (Strong)
from a compound of παρά and ἐμβάλλω; a throwing in beside (juxtaposition), i.e. (specially), battle-array, encampment or barracks (tower Antonia): army, camp, castle.
English (Thayer)
παρεμβολῆς. ἡ (from παρεμβάλλω, which see);
1. interpolation, insertion (into a discourse of matters foreign to the subject in hand, Aeschines).
2. In the Maced. dialect (cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 30; Lob. ad Phryn., p. 377; (Winer s Grammar, 22)) an encampment (Pclyb., Diodorus, Josephus, Plutarch);
a. the camp of the Israelites in the desert (an enclosure within which their tents were pitched), the city of Jerusalem, inasmuch as that was to the Israelites what formerly the encampment had been in the desert; of the sacred congregation or assembly of Israel, as that had been gathered formerly in camps in the wilderness, the barracks of the Roman soldiers, which at Jerusalem were in the castle Antonia: an army in line of battle: A. V. camp), (Polybius; Aelian v. h. 14,46). Often in the Sept. for מַחֲנֶה, which signifies both camp and army; frequent in both senses in 1Maccabees (105-63 B.C.>); cf. Grimm on 1 Maccabees 3:3.
Greek Monolingual
η, ΝΑ παρεμβάλλω
1. εισαγωγή ή τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα
2. (αθλητ.) παλαιστικό τέχνασμα με το οποίο καταρρίπτεται ο ένας από τους δύο παλαιστές με την εμπλοκή τών ποδιών του αντιπάλου του ανάμεσα στα πόδια του, τρικλοποδιά
νεοελλ.
1. παρέμβαση, επέμβαση, μεσολάβηση
2. παρεισαγωγή, προσθήκη
3. (ηλεκτρον.) ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στην λειτουργία ραδιοηλεκτρικών κυρίως συσκευών ή να αναμίξει ενοχλητικούς θορύβους στην έξοδο του φωνητικού τους σήματος
4. μαθ. προσεγγιστική μέθοδος υπολογισμού αριθμητικών τιμών οι οποίες βρίσκονται μεταξύ γνωστών τιμών
5. (πυροβολ.) η κατάσταση κατά την οποία ο επίγειος στόχος έχει τελικά βρεθεί μεταξύ τών σημείων πτώσης τών βλημάτων δύο διαδοχικών βολών πυροβολικού
6. (ψυχολ.) η τάση κατά την οποία ο άνθρωπος μεταφέρει και αποδίδει στα πράγματα ψυχικές καταστάσεις και ενέργειες, τις οποίες ερμηνεύει κατ' αναλογίαν τών δικών του ψυχικών καταστάσεων και βουλητικών ενεργειών
νεοελλ.-μσν.
πληθ. οι (αἱ) παρεμβολές(-αί)
προσθήκες ή μεταβολές τις οποίες είχαν επιφέρει οι συντάκτες του Πανδέκτη του Ιουστινιανού
αρχ.
1. παράταξη στρατού σε γραμμή μάχης
2. στρατιωτική τακτική εισαγωγής ανδρών στις τάξεις του στρατεύματος
3. ομάδα στρατιωτών
4. στρατοπέδευση
5. στρατιωτικό κατάλυμα, στρατώνας
6. παράπηγμα
7. παρεξειρεσία.
Greek Monotonic
παρεμβολή: ἡ (παρεμβάλλω),
I. παρεμβολή, παρένθεση, παρέμβαση, σε Αισχίν.
II. παράταξη, στρατοπέδευση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παρεμβολή: ἡ
1) вставка, введение (ἑτέρων πραγμάτων, λόγων Polyb.);
2) размещение в боевом порядке Polyb.;
3) боевой порядок Polyb., NT;
4) лагерь, бивуак, стан Polyb., NT;
5) (в борьбе) подножка Plut.;
6) Polyb. = παρεξειρεσία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεμβολή -ῆς, ἡ [παρεμβάλλω] kazerne.
Middle Liddell
παρεμβολή, ἡ, παρεμβάλλω
I. insertion, interpolation, Aeschin.
II. an encampment, fortress, NTest.