κακόκνημος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνήμη]]<br />[[weak]]-legged, [[thin]]-legged, Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόκνημος Medium diacritics: κακόκνημος Low diacritics: κακόκνημος Capitals: ΚΑΚΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóknēmos Transliteration B: kakoknēmos Transliteration C: kakoknimos Beta Code: kako/knhmos

English (LSJ)

Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη)

   A weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.

German (Pape)

[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.

Greek Monolingual

κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.

Greek Monotonic

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.

Middle Liddell

κνήμη
weak-legged, thin-legged, Theocr.