ἀνατυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνατῠλίσσω:''' атт. ἀνατῠλίττω<br /><b class="num">1)</b> разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);<br /><b class="num">2)</b> снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
|elrutext='''ἀνατῠλίσσω:''' атт. ἀνατῠλίττω<br /><b class="num">1)</b> разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);<br /><b class="num">2)</b> снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[unroll]], βιβλία Luc.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατῠλίσσω Medium diacritics: ἀνατυλίσσω Low diacritics: ανατυλίσσω Capitals: ΑΝΑΤΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: anatylíssō Transliteration B: anatylissō Transliteration C: anatylisso Beta Code: a)natuli/ssw

English (LSJ)

Att. ἀνατυλίττω,

   A unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.

French (Bailly abrégé)

dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.

Spanish (DGE)

1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.

Greek Monolingual

ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.

Greek Monotonic

ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατῠλίσσω: атт. ἀνατῠλίττω
1) разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);
2) снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).

Middle Liddell

to unroll, βιβλία Luc.