ἀπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπάτητος:''' (πᾰ) нехоженый, неприступный ([[ὄρος]] Anth.).
|elrutext='''ἀπάτητος:''' (πᾰ) нехоженый, неприступный ([[ὄρος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατέω]]<br />[[untrodden]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτητος Medium diacritics: ἀπάτητος Low diacritics: απάτητος Capitals: ΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apátētos Transliteration B: apatētos Transliteration C: apatitos Beta Code: a)pa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A untrodden, AP6.51.    II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.

German (Pape)

[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, πατέω².

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 jamás hollado ὄρος AP 6.51.
2 fig. extraño, anómalo Democr.B 131.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπάτητος, -ον) πατώ
1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα
2. απροσπέλαστος, άβατος
νεοελλ.
1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος
2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό
αρχ.
ασυνήθιστος, σπάνιος.

Greek Monotonic

ἀπάτητος: -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτητος: (πᾰ) нехоженый, неприступный (ὄρος Anth.).

Middle Liddell

πατέω
untrodden, Anth.