βδελυγμία: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βδελυγμία:''' ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.
|elrutext='''βδελυγμία:''' ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βδελύσσομαι]]<br />[[nausea]], [[disgust]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδελυγμία Medium diacritics: βδελυγμία Low diacritics: βδελυγμία Capitals: ΒΔΕΛΥΓΜΙΑ
Transliteration A: bdelygmía Transliteration B: bdelygmia Transliteration C: vdelygmia Beta Code: bdelugmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A nausea, sickness, Cratin.251, X. Mem.3.11.13.    2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.

Greek (Liddell-Scott)

βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fist.1
1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.
2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.

Greek Monolingual

η (AM βδελυγμία) βδελύσσομαι
αηδία, αποστροφή
αρχ.
σίχαμα, ακαθαρσία.

Greek Monotonic

βδελυγμία: ἡ (βδελύσσομαι), ναυτία, τάση προς έμετο, αποστροφή, αηδία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βδελυγμία: ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.

Middle Liddell

βδελύσσομαι
nausea, disgust, Xen.