διεξέλασις: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διεξέλᾰσις:''' εως ἡ Plut. = [[διέλασις]] 2. | |elrutext='''διεξέλᾰσις:''' εως ἡ Plut. = [[διέλασις]] 2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=διεξέλᾰσις, εως <i>n</i> [from [[διεξελαύνω]] = [[διέλασις]], Plut.] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = διέλασις, Id.Sull.18, Hld.9.18.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchbrechen, Durchreiten; Plut. Sull. 18; Heliod. 9, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, Πλούτ. Σύλλ. 18, Ἡλιόδ. 9. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charge de cavalerie.
Étymologie: διεξελαύνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, embestidade carros, Plu.Sull.18, de caballos, Hld.9.18.2.
Greek Monolingual
διεξέλασις, η (Α) διεξελαύνω
διέλασις.
Greek Monotonic
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διεξέλᾰσις: εως ἡ Plut. = διέλασις 2.
Middle Liddell
διεξέλᾰσις, εως n [from διεξελαύνω = διέλασις, Plut.]