ἐριβρεμής: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐριβρεμής:''' Anth. = [[ἐριβρεμέτης]]. | |elrutext='''ἐριβρεμής:''' Anth. = [[ἐριβρεμέτης]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]βρεμής, ές = [[ἐρίβρομος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = ἐρίβρομος, τρίπους ib.344.
German (Pape)
[Seite 1028] ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, Ἀνθ. Π. 6. 344.
Greek Monolingual
ἐριβρεμής, -ές (Α)
βλ. ερίβρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρεμής (< βρέμω)].
Greek Monotonic
ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμής: Anth. = ἐριβρεμέτης.
Middle Liddell
ἐρι-βρεμής, ές = ἐρίβρομος, Anth.]