θηρίωσις: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηρίωσις:''' εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc. | |elrutext='''θηρίωσις:''' εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θηρίωσις]], εως [[θηριόω]]<br />a [[turning]] [[into]] a [[beast]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning into a beast, Luc. Salt.48.
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.
Greek Monolingual
θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.
Greek Monotonic
θηρίωσις: -εως, ἡ (θηριόω), η μετατροπή σε θηρίο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.