κάμμορος: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(1b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[unhappy]] (Od., A. R.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: - Aeolic for metrically unusable <b class="b3">*κατά-μορος</b> (through <b class="b3">*κάτ-μορος</b>), hypostasis from <b class="b3">κατὰ μόρον</b> or <b class="b3">μόρου</b>, <b class="b2">who is subject to μόρος, fate</b>. Beside it the older <b class="b3">κάσμορος δύστηνος</b> H., = <b class="b3">*κάσσμορος</b> < <b class="b3">*κάτ-σμορος</b>. Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 310.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[unhappy]] (Od., A. R.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: - Aeolic for metrically unusable <b class="b3">*κατά-μορος</b> (through <b class="b3">*κάτ-μορος</b>), hypostasis from <b class="b3">κατὰ μόρον</b> or <b class="b3">μόρου</b>, <b class="b2">who is subject to μόρος, fate</b>. Beside it the older <b class="b3">κάσμορος δύστηνος</b> H., = <b class="b3">*κάσσμορος</b> < <b class="b3">*κάτ-σμορος</b>. Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 310.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάμμορος]], ον [epic for κατάμορος,]<br />[[subject]] to [[destiny]], i. e. ill-[[fated]], Od.
}}
}}

Revision as of 23:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορος Medium diacritics: κάμμορος Low diacritics: κάμμορος Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kámmoros Transliteration B: kammoros Transliteration C: kammoros Beta Code: ka/mmoros

English (LSJ)

ον, Ep. for κατάμορος,

   A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)

German (Pape)

[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.

English (Autenrieth)

(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.

Greek Monolingual

κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].

Greek Monotonic

κάμμορος: -ον, Επικ. αντί κατάμορος, υποκείμενος στην μοίρα, έρμαιος αυτής, δηλ. κακόμοιρος, κακότυχος, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάμμορος -ον [κατά, μόρος] gebukt onder het lot, ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

κάμμορος: преследуемый злым роком, злополучный: περὶ πάντων κ. φωτῶν Hom. несчастнейший из всех людей.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unhappy (Od., A. R.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - Aeolic for metrically unusable *κατά-μορος (through *κάτ-μορος), hypostasis from κατὰ μόρον or μόρου, who is subject to μόρος, fate. Beside it the older κάσμορος δύστηνος H., = *κάσσμορος < *κάτ-σμορος. Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 310.

Middle Liddell

κάμμορος, ον [epic for κατάμορος,]
subject to destiny, i. e. ill-fated, Od.