προσουρέω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσουρέω:''' испускать мочу (τινι Dem., Arph., Arst.). | |elrutext='''προσουρέω:''' испускать мочу (τινι Dem., Arph., Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=imperf. -εούρουν fut. ήσω<br />to make [[water]] [[upon]], τινί Dem.; metaph., πρ. τῇ τραγῳδίᾳ, i. e. to [[trifle]] with it, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A make water upon, προσεούρουν [τινί] D.54.4, cf. Arist. Mir.845a33, Thphr.Fr.175: metaph., π. τῇ τραγῳδίᾳ trifle with it, Ar. Ra.95, cf. Porph.Abst.3.14.
German (Pape)
[Seite 775] (s. οὐρέω), anpissen; προσεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
Greek (Liddell-Scott)
προσουρέω: κατουρῶ πλησίον ἢ ἐπί τινος, προσεούρουν τινὶ Δημ. 1257. 18, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 146, Θεοφρ. Αποσπ. 175· μεταφορ., προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, «βραχὺν χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λύρων ἐκχέαντα τῇ τραγῳδίᾳ, ἢ εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα, ἐν τραγῳδίας δράματι ἐπαινεθέντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 95.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pisser contre ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, οὐρέω¹.
Greek Monotonic
προσουρέω: παρατ. -εούρουν, μέλ. -ήσω· κατουρώ πάνω σε κάτι, τινί, σε Δημ.· μεταφ., προσουρέω τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. παίζω με αυτή, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ουρέω aanpissen tegen, met dat.; overdr.. τῇ τραγῳδίᾳ tegen de tragedie aanpissen Aristoph. Ran. 95.
Russian (Dvoretsky)
προσουρέω: испускать мочу (τινι Dem., Arph., Arst.).
Middle Liddell
imperf. -εούρουν fut. ήσω
to make water upon, τινί Dem.; metaph., πρ. τῇ τραγῳδίᾳ, i. e. to trifle with it, Ar.