προχόη: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προχόη -ης, ἡ [προχέω] schenkkan. | |elnltext=προχόη -ης, ἡ [προχέω] schenkkan. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προχόη]], ἡ, = [[πρόχοος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:35, 10 January 2019
English (LSJ)
(B), ἡ,
A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.
Greek (Liddell-Scott)
προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.
Greek Monolingual
ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).
Greek Monotonic
προχόη: ἡ, = πρόχοος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
προχόη: ἡ кружка, сосуд (χρυσέη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προχόη -ης, ἡ [προχέω] schenkkan.