πύργωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.
|elnltext=πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πύργωμα]], ατος, τό, [[πυργόω]]<br />that [[which]] is furnished with towers, a [[fenced]] [[city]], Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. [[fenced]] walls, Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 00:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύργωμα Medium diacritics: πύργωμα Low diacritics: πύργωμα Capitals: ΠΥΡΓΩΜΑ
Transliteration A: pýrgōma Transliteration B: pyrgōma Transliteration C: pyrgoma Beta Code: pu/rgwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is furnished with towers, fenced city, Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.Ph.287: pl., fenced walls, A.Th.30,251,469, E.Cyc.115, Hel. 51.

German (Pape)

[Seite 821] τό, das Gethürmte, der Thurm; Aesch. Spt. 30. 233. 451; ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός, Eur. Phoen. 294, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πύργωμα: τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, πόλις τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage en forme de fortification.
Étymologie: πυργόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πυργῶ
1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)
2. στον πληθ. τα πυργώματα
τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

πύργωμα: -ατος, τό (πυργόω), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πύργωμα: ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.

Middle Liddell

πύργωμα, ατος, τό, πυργόω
that which is furnished with towers, a fenced city, Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. fenced walls, Aesch., Eur.