σκηνύδριον: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11. | |elnltext=σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκηνύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[σκηνή]], Plut.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
German (Pape)
[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκηνή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.
Middle Liddell
σκηνύδριον, ου, τό, [Dim. of σκηνή, Plut.]