συμμιμνήσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμιμνήσκομαι:''' Παθ., [[φέρνω]] μαζί στη [[μνήμη]] μου, σε Δημ. | |lsmtext='''συμμιμνήσκομαι:''' Παθ., [[φέρνω]] μαζί στη [[μνήμη]] μου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[bear]] in [[mind]] with, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:25, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.
German (Pape)
[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.
Greek Monolingual
Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη μου, σε Δημ.