τειχολέτις: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τειχολέτις:''' ιδος ἡ разрушительница городских укреплений Plut. | |elrutext='''τειχολέτις:''' ιδος ἡ разрушительница городских укреплений Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τειχ-ολέτις, ιδος, ἡ,<br />[[destroyer]] of walls, ap. Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A destroyer of walls, Simyl. ap. Plu.Rom.17.
German (Pape)
[Seite 1081] ιδος, ὴ, tem. zum Vorigen, Simyl. bei Plut. Rom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, ἡ καταστρέφουσα τείχη, Σιμύλος ὁ ποιητὴς παρὰ Πλουτ. ἐν Ρωμ. 17.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
qui détruit les remparts ou les fortifications d’une ville.
Étymologie: τεῖχος, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
αυτή που καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. του ὀλέτης «καταστροφέας»].
Greek Monotonic
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, αυτή που καταστρέφει τα τείχη, παρά Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τειχολέτις: ιδος ἡ разрушительница городских укреплений Plut.
Middle Liddell
τειχ-ολέτις, ιδος, ἡ,
destroyer of walls, ap. Plut.