Τεγεάτης: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Τεγεάτης:''' ион. Τεγεήτης, ου ὁ [[Τεγέα]] уроженец или житель города Тегеи Her., Thuc., Xen., по по друг. [[τέγος]] 4] ирон. уроженец дома разврата Diog. L. | |elrutext='''Τεγεάτης:''' ион. Τεγεήτης, ου ὁ [[Τεγέα]] уроженец или житель города Тегеи Her., Thuc., Xen., по по друг. [[τέγος]] 4] ирон. уроженец дома разврата Diog. L. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of [[Tegea]], Hdt., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Τεγεάτης: [ᾱ], Ἰων. -ήτης, ὁ, ὁ ἐκ Τεγέας, κάτοικος Τεγέας, Ἡρόδ. κλπ.· ἀκολούθως (ὡς παιδιὰ ἐν λόγοις), ὁ ἐκ πορνείου ἢ εἰς πορνεῖον ἀνήκων (ἴδε τέγος ΙΙΙ), παρὰ Διογ. Λ. 6. 61· θηλ. Τεγεᾶτις, ιδος, ἡ χώρα τῶν Τεγεατῶν, Θουκ. 5. 65. ― Ἐπίθετ., Τεγεᾱτικός, Ἰων. -ητικός, ή, όν, Ἡρόδ. 8. 124.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant ou originaire de Tégée.
Étymologie: Τεγέα.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ, θηλ. Τεγεάτισσα Ν, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α Τεγέα
ο κάτοικος της Τεγέας ή αυτός που κατάγεται από την Τεγέα
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Τεγεᾱτις
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τεγεατών.
(II)
ὁ, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α
(σε λογοπαίγνιο) αυτός που προέρχεται από τέγος, δηλαδή από πορνείο («Διογένης περὶ παιδὸς πεπορνευκότος ἐρωτηθεὶς πόθεν εἴη; Τεγεάτης, ἔφη», Διογ. Κυν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέγος, -εος «πορνείο» + κατάλ. -άτης (πρβλ. έργ-άτης)].
Russian (Dvoretsky)
Τεγεάτης: ион. Τεγεήτης, ου ὁ Τεγέα уроженец или житель города Тегеи Her., Thuc., Xen., по по друг. τέγος 4] ирон. уроженец дома разврата Diog. L.
Middle Liddell
of Tegea, Hdt., etc.