χρωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρωτίζω:''' досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν [[ἑαυτοῦ]] νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
|elrutext='''χρωτίζω:''' досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν [[ἑαυτοῦ]] νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρωτίζω]], like [[χρώζω]]<br />to [[colour]]:—Mid., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν to [[tinge]] one's [[nature]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωτίζω Medium diacritics: χρωτίζω Low diacritics: χρωτίζω Capitals: ΧΡΩΤΙΖΩ
Transliteration A: chrōtízō Transliteration B: chrōtizō Transliteration C: chrotizo Beta Code: xrwti/zw

English (LSJ)

   A colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.

Greek (Liddell-Scott)

χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.

French (Bailly abrégé)

colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.

Greek Monolingual

ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρωτίζω: досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν οἶνον ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.

Middle Liddell

χρωτίζω, like χρώζω
to colour:—Mid., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν to tinge one's nature, Ar.