κτίσμα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κτίσμα:''' ατος τό NT = [[κτίσις]] 3.
|elrutext='''κτίσμα:''' ατος τό NT = [[κτίσις]] 3.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτίσμα]], ατος, τό, [[κτίζω]]<br />[[anything]] created, a [[creature]], NTest.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίσμα Medium diacritics: κτίσμα Low diacritics: κτίσμα Capitals: ΚΤΙΣΜΑ
Transliteration A: ktísma Transliteration B: ktisma Transliteration C: ktisma Beta Code: kti/sma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.).    2 = κτίσις 11, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18.    II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.

German (Pape)

[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59· Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.

English (Strong)

from κτίζω; an original formation (concretely), i.e. product (created thing): creature.

English (Thayer)

κτισματος, τό (κτίζω); thing founded; created thing; (Vulg. creatura) (A. V. creature): κτίσμα Θεοῦ, transformed by divine power to a moral newness of soul, spoken of true Christians as created anew by regeneration (others take it here unrestrictedly), ἀπαρχή, metaphorically, a.; also κτίζω under the end, κτίσις, 2a.); τά ἐν ἀρχή κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, Dionysius Halicarnassus))

Greek Monolingual

το (AM κτίσμα) κτίζω
1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα της αρχαίας εποχής»)
2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ)
μσν.
κτίσιμο
μσν.-αρχ.
ίδρυση, θεμελίωση
αρχ.
1. τόπος κτισμένος ή αποικισμένος, αποικία
2. ναός.

Greek Monotonic

κτίσμα: τό (κτίζω), οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτίσμα -τος, τό [κτίζω] christ. schepsel, het geschapene..

Russian (Dvoretsky)

κτίσμα: ατος τό NT = κτίσις 3.

Middle Liddell

κτίσμα, ατος, τό, κτίζω
anything created, a creature, NTest.