λακαταπύγων: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λᾱκαταπύγων:''' ωνος ὁ Arph. intens. = [[καταπύγων]].
|elrutext='''λᾱκαταπύγων:''' ωνος ὁ Arph. intens. = [[καταπύγων]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱκαταπύ¯γων, ον, = [[καταπύγων]] with prefix λα-]<br />[[very]] [[lascivious]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱκαταπύγων Medium diacritics: λακαταπύγων Low diacritics: λακαταπύγων Capitals: ΛΑΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: lakatapýgōn Transliteration B: lakatapygōn Transliteration C: lakatapygon Beta Code: lakatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ον, gen. ονος,

   A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.

Greek Monolingual

λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].

Greek Monotonic

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων, με το πρόθεμα λα-, εξαιρετικά λάγνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱκαταπύγων: ωνος ὁ Arph. intens. = καταπύγων.

Middle Liddell

λᾱκαταπύ¯γων, ον, = καταπύγων with prefix λα-]
very lascivious, Ar.