μάλη: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">arm-pit</b>, almost only in the expression <b class="b3">ὑπὸ μάλης</b> <b class="b2">under the arm-pit, secretly</b> (Att.), later also <b class="b3">ὑπὸ</b> (<b class="b3">την</b>) <b class="b3">μάλην</b> (Plb., Luc.), <b class="b3">παρὰ την μ</b>. (Hippiatr.).<br />Dialectal forms: Myc. [[marapi]] \/[[malaphi]]\/?<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: With the same meaning <b class="b3">μασχάλη</b>; that the word was shortened from this form does not seem probable to me. Schwyzer 584 gives no new insight. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">arm-pit</b>, almost only in the expression <b class="b3">ὑπὸ μάλης</b> <b class="b2">under the arm-pit, secretly</b> (Att.), later also <b class="b3">ὑπὸ</b> (<b class="b3">την</b>) <b class="b3">μάλην</b> (Plb., Luc.), <b class="b3">παρὰ την μ</b>. (Hippiatr.).<br />Dialectal forms: Myc. [[marapi]] \/[[malaphi]]\/?<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: With the same meaning <b class="b3">μασχάλη</b>; that the word was shortened from this form does not seem probable to me. Schwyzer 584 gives no new insight. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=!μά˘λη, ἡ,<br />the arm-pit, Lat. ala, only in [[phrase]] ὑπὸ μάλης, under the arm, as the [[place]] for [[carrying]] [[concealed]] weapons, Xen., Plat.:—[[hence]] ὑπὸ μάλης [[underhand]], [[secretly]], Lat. [[furtim]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A arm-pit, almost confined to the phrase ὑπὸ μάλης under the arm (cf. Ruf.Onom.76), esp. as the place for carrying concealed weapons, ξιφίδια ὑπὸ μ. ἔχοντας X.HG2.3.23; λαβὼν ὑπὸ μ. ἐγχειρίδιον Pl.Grg.469d, cf. Ptol.Euerg.3 J.; δόρυ δῆθ' ὑπὸ μ. ἥκεις ἔχων; Ar. Lys.985: Com., λαγύνιον ἔχων ὑπὸ μ. Diph.3.3; also, of fighting-quails, ὑπὸ μ. λαβεῖν Pl.Lg.789c; κρύπτειν ὑπὸ μ. Luc.Ind.23 (but ὑπὸ μάλην ἔχειν Gall.14); ὑπὸ τὴν μ. πατάξας Plb.Fr.202; παρὰ τὴν μ. ἢ ὑπὸ ζώνην, of a horse, Hippiatr.26. 2 underhand, secretly, οὐδ' ὑπὸ μ. ἡ πρόκλησις γέγονεν, ἀλλ' ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12, cf. D.C.46.23.
German (Pape)
[Seite 90] ἡ, die Achsel (vgl. μασχάλη, ala, axilla, Buttm. Lexil. I p. 195), scheint sich nur in der Verbindung ὑπὸ μάλης, u. Sp. auch ὑπὸ μάλην (s. Lob. Phryn. 196), erhalten zu haben, unter der Achsel, d. i. heimlich, versteckt, hinterlistig, wie man meuchlerische Mordwaffen unter dem Arme versteckt trug; δόρυ ὑπὸ μάλης ἔχων, Ar. Lys. 984; λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον, Plat. Gorg. 469 d, wo der Schol. bemerkt ἐπὶ τοῦ κρυφίως τι πράττειν, vgl. Legg. VII, 789 c; ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας, Xen. Hell. 2, 3, 23; übertr., ὑπὸ μάλης ἡ πρόκλησις ἐγένετο Dem. 29, 12, Sp.; vgl. Luc. Alex. 15 D. Mut. 10, 9; D. C. 46, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μάλη: [ᾰ], ἡ, πιθανῶς καθωμιλημένος τύπος τοῦ μασχάλη, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ φράσει: ὑπὸ μάλης, ὑπὸ τὴν μασχάλην, ὅπου δύναταί τις νὰ κρύψῃ ὅπλον, ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 23· λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον Πλάτ. Γοργ. 469D· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 985 λέγει κωμικῶς, δόρυ δῆθ’ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων· ὡσαύτως, κρύπτειν ὑπὸ μάλης Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 23· καὶ ἐν τῷ Ἐνυπν. 14, ὑπὸ μάλην ἔχειν· - ἐντεῦθεν, 2) λάθρᾳ, κρυφίως, Λατ. furtim, ὑπὸ μάλης λαβεῖν Πλάτ. Νόμ. 789C· οὐδ’ ὑπὸ μάλης ἡ πρόσκλησις γέγονεν, ἀλλ’ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 12, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 23.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aisselle, seul. dans la loc. ὑπὸ μάλης, sous l’aisselle au propre et au fig. càd en cachette, sous le manteau.
Étymologie: DELG de μασχάλη.
Greek Monolingual
(I)
η (AM μάλη)
μασχάλη (α. «υπό μάλης» — κάτω από τη μασχάλη
β. «ἐπὶ μάλης», Στουδ. Θεοδ.)
αρχ.
φρ. α) «ὑπὸ μάλης» και «ὑπὸ μάλην» — κρυφά, μυστικά, λαθραία
β) «ὑπὸ μάλης λαμβάνω» ή «ὑπὸ μάλης κρύπτω» — έχω κάτι κρυφό, κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη και έκφραση της καθομιλουμένης, η οποία συνδέεται προφανώς με τη λέξη μασχάλη. Η σύνδεση της λέξης με το μυκηναϊκό marapi θεωρείται απίθανη].
(II)
η
βλ. μάλις.
Greek Monotonic
μάλη: [ᾰ], ἡ, μασχάλη, Λατ. ala, μόνο στη φράση ὑπὸ μάλης, κάτω από το μπράτσο, ως καταλληλότερο μέρος για μεταφορά λαθραίου οπλισμού, σε Ξεν., Πλάτ.· απ' όπου, ὑπὸ μάλης, κρυφά, μυστικά, Λατ. furtim, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μάλη: (ᾰ) ἡ (только в выраж. ὑπὸ μάλης, редко Luc. ὑπὸ μάλην)
1) под мышкой и под мышку (λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον Plat.);
2) за пазухой (ср. «под полой»), тайно: οὐδ᾽ ὑπὸ μάλης, ἀλλ᾽ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Dem. не тайно, а совершенно всенародно.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: arm-pit, almost only in the expression ὑπὸ μάλης under the arm-pit, secretly (Att.), later also ὑπὸ (την) μάλην (Plb., Luc.), παρὰ την μ. (Hippiatr.).
Dialectal forms: Myc. marapi \/malaphi\/?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With the same meaning μασχάλη; that the word was shortened from this form does not seem probable to me. Schwyzer 584 gives no new insight.
Middle Liddell
!μά˘λη, ἡ,
the arm-pit, Lat. ala, only in phrase ὑπὸ μάλης, under the arm, as the place for carrying concealed weapons, Xen., Plat.:—hence ὑπὸ μάλης underhand, secretly, Lat. furtim, Dem.