μειονεξία: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μειονεξία:''' ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ [[ἐνῆν]] [[πρόφασις]] μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия. | |elrutext='''μειονεξία:''' ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ [[ἐνῆν]] [[πρόφασις]] μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μειονεξία]], ἡ,<br />[[disadvantage]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, das Wenigerhaben, im Nachtheil Sein, Xen. Cyr. 2, 1, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειονεξία: ἡ, τὸ ἔχειν μεῖον, ὀλιγώτερον ἄλλου, ἀντίθετον τῷ πλεονεξία, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infériorité.
Étymologie: cf. μειονεκτέω.
Greek Monolingual
η (Α μειονεξία) μειονέκτης
η κατάσταση του μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου.
Greek Monotonic
μειονεξία: ἡ, μειονέκτημα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μειονεξία: ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ ἐνῆν πρόφασις μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.
Middle Liddell
μειονεξία, ἡ,
disadvantage, Xen.