μονοστόρθυγξ: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονοστόρθυγξ:''' υγγος adj. вырезанный из одного куска ([[Πρίαπος]] Anth.). | |elrutext='''μονοστόρθυγξ:''' υγγος adj. вырезанный из одного куска ([[Πρίαπος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[carved]] out of a [[single]] [[block]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
υγγος, ὁ, ἡ,
A carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
Greek (Liddell-Scott)
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.
French (Bailly abrégé)
υγγος;
adj. m.
taillé d’un seul bloc.
Étymologie: μόνος, στόρθυγξ.
Greek Monolingual
μονοστόρθυγξ, -υγγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στόρθυγξ «άκρο»].
Greek Monotonic
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μονοστόρθυγξ: υγγος adj. вырезанный из одного куска (Πρίαπος Anth.).