ξανθόθριξ: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(3b) |
(1ba) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.). | |elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[yellow]]-haired, [[Solon]]., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 275] τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blonds ou aux poils jaunes.
Étymologie: ξανθός, θρίξ.
Greek Monolingual
ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης
2. (για ίππο) καστανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ, κυανό-θριξ)].
Greek Monotonic
ξανθόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές τρίχες, ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ξανθόθριξ: τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; Μενέλαος Theocr.).