οὑτοσί: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(3b)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οὑτοσί:''' (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, [[τουτουΐ]] (дифтонги перед ι кратки; [[αὑτηΐ]] = [[αὑτηΐ]] γε, [[τουτογί]] = [[τουτί]] γε и т. д.) (intens. к [[οὗτος]]) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
|elrutext='''οὑτοσί:''' (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, [[τουτουΐ]] (дифтонги перед ι кратки; [[αὑτηΐ]] = [[αὑτηΐ]] γε, [[τουτογί]] = [[τουτί]] γε и т. д.) (intens. к [[οὗτος]]) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οὗτος]] strengthd. by the demonstr. [[affix]] -ί [ῑ]]<br />[[this]] man [[here]], Lat. hic-ce, Ar. and [[attic]] Prose: [[after]] a vowel, γ is often inserted, αὑτηγί for [[αὑτηΐ]] γε, ταυταγί for ταυταί γε, etc., Ar.
}}
}}

Revision as of 04:50, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 423] αὐτηΐ, τουτί, gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, ταυτί, mit verstärkter Hinzeigung, dieserhier, oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]

French (Bailly abrégé)

αὑτηΐ, τουτοΐ;
τουτουΐ, ταυτησί, τουτουΐ;
att. c. οὗτος.
Étymologie: οὗτος, -ι.

Greek Monolingual

αυτηί, τουτίοὑτοσί, αὑτηί, τουτί)
(νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος της δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. -ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος].

Greek Monotonic

οὑτοσί: αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η οὗτος επιτετ. με το δεικτικό επίθημα -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. hic-ce, σε Αριστοφ., Αττ. πεζογραφία· μετά από φωνήεν, ο φθόγγος γ συχνά εντίθεται στη λέξη, αὑτηγί αντί αὑτηΐ γε, ταυταγί αντί ταυταί γε κ.λπ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οὑτοσί: (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ (дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т. д.) (intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.

Middle Liddell

οὗτος strengthd. by the demonstr. affix -ί [ῑ]]
this man here, Lat. hic-ce, Ar. and attic Prose: after a vowel, γ is often inserted, αὑτηγί for αὑτηΐ γε, ταυταγί for ταυταί γε, etc., Ar.