βλεπτέον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλεπτέον]], adj. verb. van [[βλέπω]], men moet kijken.
}}
}}

Revision as of 06:01, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεπτέον Medium diacritics: βλεπτέον Low diacritics: βλεπτέον Capitals: ΒΛΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: bleptéon Transliteration B: blepteon Transliteration C: vlepteon Beta Code: blepte/on

English (LSJ)

   A one must look, εἴς τι Pl.Lg.965d, Arist.APr.44a36, etc.

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀποβλέψῃ, εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 965D.

Spanish (DGE)

hay que observar τί ποτ' ἔστιν εἰς ὃ β. Pl.Lg.965d, εἰς τὰ προειρημένα β. Arist.APr.44a36, cf. Plot.6.5.2.

Greek Monotonic

βλεπτέον: ρημ. επίθ. του βλέπω, πρέπει κάποιος να κοιτάξει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτέον, adj. verb. van βλέπω, men moet kijken.