βοτάνη: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(1a) |
(nl) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br />[[grass]], [[fodder]], Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from [[feeding]], from [[pasture]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br />[[grass]], [[fodder]], Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from [[feeding]], from [[pasture]], Theocr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βοτάνη]] -ης, ἡ, Dor. βοτάνᾱ [[βοτόν]] voer. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:11, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (βόσκω)
A pasture, Il.13.493, Pl.Prt.321b, etc.; ἐκ βοτάνης ἀνιόντα Theoc.25.87; ἐν β. Id.28.12; ἔγρονται ἐς βοτάναν E.Fr.773.29; β. ἁ λέοντος the lion's pasture, i.e. Nemea, Pi.N.6.42: metaph., ὥσπερ ἐν κακῇ β. τρεφόμενοι Pl.R.401c. 2 fodder, Od. 10.411. 3 herb, Thphr.HP4.4.13, Dsc.1 Praef.1 (pl.), etc. 4 in pl., plants, as material for making clothes, opp. δοραί, Diog. Oen. 10. 5 weeds, Thphr.HP2.7.5, POxy.729.22 (ii A. D.): in pl., Gp. 2.46.2. 6 ἱερὰ β., = περιστερεών, Dsc.4.60.
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, Futter-, Weidekraut, bei Sp. = Pflanze: Hom. zweimal, Odyss. 10, 411 βοῦς ἀγελαίας, ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται; Iliad. 13, 493 ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης, entweder = vom Weideplatze fort, räumlich, oder zeitlich, = nach dem Weiden, nachdem sie gefressen; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ βοτάνης ἐστὶ μετὰ τὴν βόσκησιν, ὡς λέγομεν »ἐξ ἀρίστου παρέσομαι« ἀντὶ τοῦ μετὰ τὸ ἄριστον. Vgl. Odyss. 10, 159 ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῦ ὕλης πιόμενος; Iliad. 16, 365 ὡς δ' ὅτ' ἀπ' Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, d. h. nachdem unmittelbar vorher noch klare Luft, heiteres Wetter gewesen war. – Pind. N. 6, 43 βοτάνα τέ νιν πόθ' ἁ λέοντος νικάσαντ' ἔρεφ' ἀσκίοις Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν, Selinon; Eur. Cycl. 45: frgm. Phaeth. 2, 29; Theocrit. 28, 12; Att. Prosa, z. B. Plat. Prot. 321 b.
Greek (Liddell-Scott)
βοτάνη: [ᾰ], ἡ, (βόσκω) τροφὴ τῶν ζῴων, χόρτος, Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος νομή, δηλ. ἡ Νεμέα (πρβλ. χόρτος), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ λάχανον, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
herbe à paître ; pâturage.
Étymologie: R. Βοτ, v. βόσκω.
English (Autenrieth)
(βόσκω): fodder, grass, Il. 13.493 and Od. 10.411.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1pasto μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης Il.13.493, ποιηρά E.Cyc.45, cf. Fr.773.29, Pl.Prt.321b, Mnesith.Ath.39.12, Theoc.25.87, 28.12
•fig. β. ... ἁ λέοντος el pasto del león, e.e., Nemea, Pi.N.6.42
•de los hombres ricos κηφήνων β. pasto de los zánganos Pl.R.564e, cf. Plu.2.42a
•forraje ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται Od.10.411.
2 hierba frec. op. ‘raíz’ εὐκαρπήσει δὲ γῆ ῥίζας καὶ βοτάνας Hp.Ep.10.2, cf. Arist.HA 592a25, προσφέρεσθαι τῆς βοτάνης Democr.B 5.1, κατέφαγεν πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς LXX Ex.10.15, ὀχληρά Aristid.Quint.64.20, cf. Hp.Mul.2.196, Epid.7.3, Thphr.HP 4.4.13, Dsc.1 praef.1, D.P.Au.1.21, Sch.D.T.196.6
•fig. ref. al vicio τρεφόμενοι ... ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ como si se hubiesen criado con una mala hierba Pl.R.401c, ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτάνων ἅστινας ... Χριστὸς οὐ γεωργεῖ Ign.Phil.3.1, διαβόλου β. hierba del diablo, e.e., el vicio, Ign.Eph.10.
3 mala hierba, cizaña Thphr.HP 2.7.5, POxy.729.22 (II d.C.)
•plu. βοτάνας μὴ ἐχούσῃ Gp.2.46.2.
4 planta β. εὔθετος planta útil, Ep.Hebr.6.7, ref. plantas con cuyas fibras se pueden fabricar tejidos, op. δοραί Diog.Oen.21.1.7.
II bot. ἱερὰ β. verbena, Verbena supina L. o v. officinalis L., Dsc.4.60
•ἀρτεμισίη β. artemisia Hp.Mul.1.46.
English (Abbott-Smith)
βοτάνη, -ῆς, ἡ (< βόσκω), [in LXX for עֵשֶׂב, דֶשֶׁא, חָצִיר;]
1.grass, fodder.
2.green herb: He 6:7.†SYN.: λάχανον, a garden herb, a vegetable.
English (Strong)
from βόσκω; herbage (as if for grazing): herb.
English (Thayer)
βοτανης, ἡ (βόσκω), an herb fit for fodder, green herb, growing plant: Homer, Pindar, Plato, Euripides, Diodorus, Aelian, others, the Sept. for דֶּשֶׁא, חָצִיר, עֵשֶׂב. (Metaphorically, of men, Ignatius ad Ephesians 10,3 [ET]; ad Trall. 6,1 [ET]; ad Philad. 3,1 [ET]).)
Greek Monolingual
η (AM βοτάνη)
1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή
2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο
μσν.- νεοελλ.
1. μαγικό βότανο
2. πυρίτιδα, μπαρούτι
αρχ.
1. τόπος βοσκής, λιβάδι
2. αγριόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν.
ΠΑΡ. βοτάνι (-ιον), βοτανίζω, βοτανικός
(αρχ. - μσν.) βοτανώδης μσν.-νεοελλ. βότανο (ν)
ΣΥΝΘ. βοτανηφάγος (Μ και βοτανοφάγος)
αρχ.
βοτανηφόρος, χλωροβοτάνη].
Greek Monotonic
βοτάνη: [ᾰ], ἡ (βόσκω), χορτάρι, σανός, ξηρά ζωοτροφή, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· ἐκ βοτάνης, από τη βοσκή, από το λιβάδι, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
βοτάνη: дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ
1) подножный корм, пастбище Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = Νεμέα;
2) трава (μέσον δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).
Frisk Etymological English
See also: s. βόσκω
Middle Liddell
βόσκω
grass, fodder, Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from feeding, from pasture, Theocr.