φοινίκειος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(4b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]] (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δένδρο]] [[φοίνικας]] ή [[εκείνος]] που προέρχεται από το [[δένδρο]] αυτό («[[φοινίκειος]] [[οἶνος]]», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]] (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δένδρο]] [[φοίνικας]] ή [[εκείνος]] που προέρχεται από το [[δένδρο]] αυτό («[[φοινίκειος]] [[οἶνος]]», <b>Διόδ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]], (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῑνιξ</i>, -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι) («φοινίκειον [[φιλοτέχνημα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φοινίκεια</i><br />(ενν. <i>γράμματα</i>) το αρχαίο ιωνικό [[αλφάβητο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικηΐη voῡσος»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοινίκειος:''' ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)<br /><b class="num">1)</b> пальмовый ([[οἶνος]] Her., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из пальмовых листьев ([[ἐσθής]] Her.). | |elrutext='''φοινίκειος:''' ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)<br /><b class="num">1)</b> пальмовый ([[οἶνος]] Her., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из пальмовых листьев ([[ἐσθής]] Her.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.
German (Pape)
[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².
Greek Monolingual
(I)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.).
(II)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῑνιξ, -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («φοινίκειον φιλοτέχνημα», Ηλιόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φοινίκεια
(ενν. γράμματα) το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο
3. φρ. «φοινικηΐη voῡσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
φοινίκειος: ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)
1) пальмовый (οἶνος Her., Diod.);
2) сделанный из пальмовых листьев (ἐσθής Her.).