ἐξαγιάζω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(12)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] άγιο, [[καθαγιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγνίζω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐξαγιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[δοκιμάζω]], [[ζυγίζω]] με [[σταθμά]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[μέτρα]] και [[σταθμά]]) [[είμαι]] καθορισμένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] άγιο, [[καθαγιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαγνίζω]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐξαγιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[δοκιμάζω]], [[ζυγίζω]] με [[σταθμά]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[μέτρα]] και [[σταθμά]]) [[είμαι]] καθορισμένος.
}}
}}

Revision as of 12:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 861] abwägen, Sp.

Spanish (DGE)

1 metrol. equilibrar, contrastar en v. pas. ser contrastado, fijado ταῦτα ἐξαγιάσθησαν ... πραιτωρίων Hero Stereom.2.54.
2 fig. ponderar, comprobar ἐξαγιάσας σου τὸν ζυγὸν μηδαμῶς ἑτεροκλινοῦντα habiendo comprobado que no inclinas tu balanza a un lado u otro, e.d., eres persona imparcial Pall.V.Chrys.4.180, ἐξαγιάζω· examino, perpendo, Gloss.2.301.

Greek Monolingual

(I)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω
2. μτφ. εξαγνίζω.
(II)
ἐξαγιάζω (Α)
1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά
2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος.