διεθνής: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλα τα έθνη («διεθνές [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από αντιπροσώπους όλων τών εθνών («[[διεθνής]] [[οργάνωση]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει ή ισχύει [[ανάμεσα]] στα κράτη («διεθνείς σχέσεις», «διεθνές [[δίκαιο]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[διεθνής]]<br />αυτός που συμμετέχει σε διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διεθνής]]<br />[[ονομασία]] διεθνών οργανώσεων που αποβλέπουν στη [[διάδοση]] του κομμουνισμού ή του σοσιαλισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διεθνής]] [[έκθεση]]» — [[έκθεση]] στην οποία παίρνουν [[μέρος]] όλα τα έθνη<br />β) «διεθνές [[βιβλιοπωλείο]]» [[βιβλιοπωλείο]] όπου πωλούνται βιβλία σε όλες τις γλώσσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>international</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλα τα έθνη («διεθνές [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από αντιπροσώπους όλων τών εθνών («[[διεθνής]] [[οργάνωση]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει ή ισχύει [[ανάμεσα]] στα κράτη («διεθνείς σχέσεις», «διεθνές [[δίκαιο]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διεθνής]]<br />αυτός που συμμετέχει σε διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διεθνής]]<br />[[ονομασία]] διεθνών οργανώσεων που αποβλέπουν στη [[διάδοση]] του κομμουνισμού ή του σοσιαλισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διεθνής]] [[έκθεση]]» — [[έκθεση]] στην οποία παίρνουν [[μέρος]] όλα τα έθνη<br />β) «διεθνές [[βιβλιοπωλείο]]» [[βιβλιοπωλείο]] όπου πωλούνται βιβλία σε όλες τις γλώσσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>international</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλα τα έθνη («διεθνές ζήτημα»)
2. αυτός που αποτελείται από αντιπροσώπους όλων τών εθνών («διεθνής οργάνωση»)
3. αυτός που υπάρχει ή ισχύει ανάμεσα στα κράτη («διεθνείς σχέσεις», «διεθνές δίκαιο»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο διεθνής
αυτός που συμμετέχει σε διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις
5. το θηλ. ως ουσ. η διεθνής
ονομασία διεθνών οργανώσεων που αποβλέπουν στη διάδοση του κομμουνισμού ή του σοσιαλισμού
6. φρ. α) «διεθνής έκθεση» — έκθεση στην οποία παίρνουν μέρος όλα τα έθνη
β) «διεθνές βιβλιοπωλείο» βιβλιοπωλείο όπου πωλούνται βιβλία σε όλες τις γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. international. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].