ριζίτικος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(36)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[ριζίτικα]]<br />(ενν. <i>τραγούδια</i>) τραγούδια του τραπεζιού στη δυτική [[Κρήτη]], που τραγουδιούνται από άντρες [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] οργάνων και τών οποίων η θεματολογία [[είναι]] παρμένη από τη ζωή και τους αγώνες του κρητικού λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-<i>ίτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ριζίτικα]]<br />(ενν. <i>τραγούδια</i>) τραγούδια του τραπεζιού στη δυτική [[Κρήτη]], που τραγουδιούνται από άντρες [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] οργάνων και τών οποίων η θεματολογία [[είναι]] παρμένη από τη ζωή και τους αγώνες του κρητικού λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-<i>ίτικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζίτικα
(ενν. τραγούδια) τραγούδια του τραπεζιού στη δυτική Κρήτη, που τραγουδιούνται από άντρες χωρίς τη συνοδεία οργάνων και τών οποίων η θεματολογία είναι παρμένη από τη ζωή και τους αγώνες του κρητικού λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + κατάλ. -ίτικος (πρβλ. πολ-ίτικος)].