ὑπόρριζος: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(4b) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>ρριζος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπόρριζος:''' находящийся под корнем Arst. | |elrutext='''ὑπόρριζος:''' находящийся под корнем Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, (πίζα)
A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18. II with piece of root attached, Thphr.HP2.1.3, CP1.2.2. III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύ-ρριζος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.