κύπρινος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κύπρινον]]<br />α) [[έλαιο]] ή [[μύρο]] που παρασκευαζόταν από τα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br />β) [[έμπλαστρο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
English (LSJ)
(A), η, ον,
A made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.
κύπρῐνος (B), η, ον,
A made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as Subst. κύπρῐνον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.