ομότεχνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(28) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότεχνος]], -ον)<br />αυτός που ασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με άλλον, [[σύντεχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[τίτλος]] για γιατρό) [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότεχνος]], -ον)<br />αυτός που ασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με άλλον, [[σύντεχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[τίτλος]] για γιατρό) [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὁμότεχνος]]<br />ο [[συνάδελφος]], ο [[συντεχνίτης]], ο [[συνεργάτης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμότεχνον</i><br />[[συντεχνία]], [[σωματείο]] («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>τεχνος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].